Dictionary of Greek. 2013.
ανεμία — ἀνεμία, η (Α) [άνεμος] Ιατρ. εμπνευμάτωση, φούσκωμα … Dictionary of Greek
πλάτωσις — ώσεως, ἡ, Α [πλατούμαι] πιθ. η εμπνευμάτωση … Dictionary of Greek